Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

ΠΡΟΤΑΣΗ... ala Marocain (PART 2/3)


Με μια παρεξήγηση κι έναν καφέ στο χέρι άρχισε η γνωριμία μου με τον Abdel-κάτι (τον θυρωρό / ασφάλεια / «παιδί για όλες τις δουλειές» που θα έκανε τα πάντα για μένα). Δυστυχώς, παρά τις άπειρες επαναλήψεις του ονόματός του, ποτέ δεν το έπιασα ολόκληρο.

Έμπαινα εγώ στην πολυκατοικία έλεγα ένα «bonsoir» χαμογελαστό κι όσο στεκόμουν μπροστά στο ασανσέρ ο Abdel-κάτι (θα τον λέμε –κάτι για ευκολία) καθόταν προσοχή και άρχιζε τις ερωτήσεις / «ανάκριση» που η αφελής μελαχρινή (εγώ) απαντούσε με, τί άλλο, αφέλεια (είπαμε, αφελής). «Από πού είσαι;», «Πόσο καιρό είσαι στο Μαρόκο;», «Δουλεύεις;» (έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η ερώτηση, θα καταλάβετε σε επόμενα επεισόδια), «Σου αρέσει εδώ;» κλπ. Όλα αυτά με δόσεις.

Μη νομίζετε ότι πιάναμε και ψιλή κουβέντα… Εγώ δε, που αφελής μεν, κουρασμένη δε (και ολίγον ψυλλιασμένη μετά τις 2-3 πρώτες «ανακρίσεις»), έδινα απαντήσεις μονολεκτικές και κοφτές, αλλά πάντα με χαμόγελο, κυρίως γιατί βαριόμουν και κυριότερα γιατί δεν καταλάβαινα ακριβώς τι μου έλεγε… Ώσπου μια εκ των ημερών, πάλι το ίδιο σκηνικό (εγώ μπροστά στο ασανσέρ κι αυτός καραούλι), πέφτει η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου dirham «Έχεις οικογένεια;»!!!

Δεν ήταν η πρώτη φορά που με ρωτούσαν αν «έχω οικογένεια» (εννοώντας φυσικά αν έχω σύζυγο και παιδιά κι όχι αν έχω μάνα και πατέρα ή απλώς φύτρωσα). Ειδικά εδώ που όποιος είναι πάνω από 25 – πόσο δε πάνω από 35(!!!) - και δεν έχει παντρευτεί και κάνει τουλάχιστον 2 κουτσούβελα είναι ή εξωγήινος ή αξιολύπητος (ή αξιολύπητος εξωγήινος), είναι η 2η ή 3η ερώτηση που περιμένεις μετά το όνομά σου, οπότε ο –κάτι είχε αργήσει κιόλας!

 Αν και για κάποια millisecond πέρασε από το μυαλό μου η συμβουλή της κολλητής μου Μ. ότι λέμε ΠΑΝΤΑ ότι έχουμε γκόμενο, άντρα ή αρραβωνιάρη για να σταματάμε την κουβέντα εκεί, όταν φυσικά δεν ενδιαφερόμαστε για το πρόσωπο που ρωτάει, άνοιξα το στόμα μου και είπα το μεγάλο «ΟΧΙ». Έλαμψε το μάτι του –κάτι. Όπως πάντα, σκέφτηκα ότι θα του έκανε εντύπωση το «νέα γυναίκα μόνη (ψάχνει;;;) στο Μαρόκο» (είπαμε, αφελής).

Καλώς, δεν προβληματίστηκα κιόλας, απλώς χαριτολογώντας σχολίασα στη Ρ., την ξανθιά κι αλλοπαρμένη συνάδελφο / φίλη εξ Αθηνών (η Ρ., ο Mr. Wolf κι εγώ είμαστε το Trio Stooges ala Marocain – θα διαβάσετε πολλά για δαύτους εν καιρώ), ότι ο βραδινός Φρουρός της Νορμανδίας (είπαμε Residence Normandie!) πολλάν έχει αρχίσει να ρωτάει και πολλάν φαίνεται να με συμπαθεί (ωχ, συγχωράτε με, αλλά αυτό που πέτυχα τον Τσιμιτσέλη στο «Παίζουμε Κυπριακά» - διότι πρόσφατα «έπιασα» και ΡΙΚ SAT – πολύ με έχει αναστατώσει).

Τις επόμενες μέρες / εβδομάδες ο –κάτι συνέχισε το χαβά του, εγώ παρέμενα ευγενική αλλά τυπική και λίγο πριν τις καλοκαιρινές μου διακοπές, κι ενώ είχε αρχίσει το ραμαζάνι, μου λέει «θέλω να μου πεις πότε θα είσαι εδώ για να σου φέρω παραδοσιακά γλυκά που φτιάχνουμε αυτή την εποχή – σπιτικά από τη μητέρα μου». Αρχίζω εγώ τα «όχι, ευχαριστώ, δε χρειάζεται κλπ.» και αντίο.

Γυρίζοντας από τις διακοπές της μέθης / αλκοολισμού / παραλογισμού (γιατί τέτοιο ήταν το καλοκαίρι του 2011), μπαίνω ένα βράδυ στην πολυκατοικία μιλώντας στο κινητό και μέσα από τα σκοτάδια εμφανίζεται ο –κάτι με ένα άσπρο κουτί στα χέρια, τύπου ζαχαροπλαστείου, και μου λέει «αυτό για σένα» σχεδόν την ώρα που η πόρτα του ασανσέρ έκλεινε με εμένα μέσα και το κουτί να έρχεται κατά πάνω μου. Λέω στην αρχή ένα «όχι, όχι δεν μπορώ να το δεχτώ», αλλά επιμένει κι εκεί που είναι έτοιμο να στραπατσαριστεί το κουτί, το χέρι του ή και τα δύο, φωνάζω ένα «ευχαριστώ, δεν έπρεπε» κι ανεβαίνω με το κουτί στο χέρι και τη σκέψη «κακό μπελά που βρήκαμε». Μα βουλωμένο γράμμα διάβασα; Ε, ναι!

Ανοίγω το κουτί και πάνω από κάτι γλυκά σε χρώμα σκατουλοκαφέ με σουσάμι που κολλάνε υπάρχει φάκελος λευκός με λεζάντα “moi et toi” ή τούμπλαλιν, μου διαφεύγει . Παγώνω Αύγουστο μήνα στην Αφρική και αμέσως μετά δεν ξέρω να κλάψω ή να γελάσω (ούτε αφού διάβασα το γράμμα ήξερα). Ανοίγω το φάκελο και βλέπω σελίδα Α4, γραμμένη φυσικά χειρόγραφα, στα γαλλικά ή κάτι σαν γαλλικά.

Αρχίζω να διαβάζω, με δυσκολία, διότι δεν είναι και καλλιγράφος ο άνθρωπος – το παλεύει, ένα love letter ala marocain (το ala marocain θα το συναντήσουμε πολλές φορές από εδώ και στο εξής) όπου μου λέει ότι με αγάπησε με την πρώτη ματιά και εγώ είμαι για αυτόν και αυτός για εμένα και ότι έχει καλό σκοπό, διότι αυτός με τα 1.700 dirham (155€) μηνιάτικο κι εγώ με τα (πόσα να παίρνω;) 1.500 (dirham) μπορούμε να ζήσουμε μαζί κλπ. κλπ. κλπ. (Τόσο υπολόγιζε ο άνθρωπος ένα γυναικείο μισθό! Σημειώστε: φυσικά ελαφρώς χαμηλότερο από τον δικό του! Σύνολο 300€ το μήνα, εμείς και η αγάπη μας - για να μη μιλήσω για τα παιδιά μας!!! Γελάστε, κλάψτε, κάντε ότι καταλαβαίνετε…)

Στην αρχή φουντώνω τύπου «πώς του ήρθε του τύπου να κάνει τέτοιο πράγμα;», μετά σκάω στα γέλια με το σουρρεάλ που ζω, στη συνέχεια στενοχωριέμαι που ο κακομοίρης μπήκε στον κόπο και πίστεψε ότι πίστεψε τέλος πάντων και τέλος ξαναφουντώνω που πήρε το θάρρος να μου απευθύνει τέτοιο γράμμα ή όποιο γράμμα!!!

ΚΑΙ ΤΩΡΑ;;;

Tώρα πέτα το κουτί, όχι το γράμμα, στα σκουπίδια και πήγαινε να σαπίσεις στον καναπέ (τον γκρι σε σχήμα Γ) και να αποχαυνωθείς μπροστά στην τηλεόραση. Κάνε δηλαδή αυτό που θα γίνει η βραδινή σου ιεροτελεστία (σχεδόν καθημερινά) για τα επόμενα 2 χρόνια και βάλε…

Κι αύριο μέρα του Αλλάχ είναι (και μεθαύριο και τον άλλο μήνα... άλλωστε όπως λέει και η Σ., “whos counting?”)!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου